- εκκριματίνη
- ηορμόνη που παράγεται στο βλεννογόνο τού δωδεκαδάκτυλου και προκαλεί έκκριση τού παγκρεατικού υγρού, τής χολής και τού εντερικού υγρού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκκριτίνη — η εκκριματίνη* … Dictionary of Greek
παγκρεατοζυμίνη — η (βιοχ.) πεπτική ορμόνη που απελευθερώνεται, μαζί με την εκκριματίνη, από τον βλεννογόνο τού δωδεκαδακτύλου όταν η τροφή διέλθει από τον πυλωρό, αλλ. χολοκυστοκινίνη … Dictionary of Greek
προεκκριματίνη — η, Ν φυσιολ. η προσεκρετίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. prosecretin < pro (< προ *) + secretin (πρβλ. εκκριματίνη)] … Dictionary of Greek
Στάρλινγκ, Έρνεστ Χένρυ — (Starling). Αγγλος φυσιολόγος (1866 1927). Σπούδασε στην ιατρική σχολή του πανεπιστήμιου του Λονδίνου. Από το 1899 ως το 1923 διατέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Οι επιστημονικές του εργασίες αφορούν την κυκλοφορία του αίματος, το… … Dictionary of Greek